- Πυλάων
- Πυλά̱ων , Πύλαιfem gen pl (epic aeolic)Πυλά̱ων , Πύληςmasc gen pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυλάων — πυλά̱ων , πύλη one wing of a pair of double gates fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pyláon — PYLÁON, ŏnis, Gr. Πυλάων, ονος, einer von den Söhnen des Neleus, welche hernach Herkules erlegete. Apollod. l. I. c. 9. §. 8 … Gründliches mythologisches Lexikon
TRAPEZA — I. TRAPEZA Graec. Τράπεξα, quasi Τετράπεξα, a 4. pedibus, quae simplex erat et prisca mensarum forma, mensa est: unde Trapezopoei, servi mensam curantes; et Canes Trapezitae, de quibus supra; et Trapezophorus, in l. 3. ff. de supell. leg. statua… … Hofmann J. Lexicon universale
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
εξαΐσσω — ἐξαΐσσω και ἐξᾴσσω, και αττ. τ. ἐξᾴττω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός («ἐκ δέ τῶ άΐξαντε πυλάων», Ομ. Ιλ.) 2. αναπηδώ, ανατινάσσομαι 3. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ ἐξᾷττον βιαιότητα, σφοδρότητα … Dictionary of Greek
κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… … Dictionary of Greek
οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… … Dictionary of Greek
χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… … Dictionary of Greek